- Διογενισμός
- Διογενισμόςlife after the manner of Diogenesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διογενισμός — διογενισμός, ο (Α) το να ζει κανείς σαν τον Διογένη … Dictionary of Greek